αποστερητικος

αποστερητικος
    ἀποστερητικός
    ἀπο-στερητικός
    3
    воровской, коварный, хитрый
    

(νοῦς, γνώμη Arph.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αποστερητικος" в других словарях:

  • αποστερητικός — ἀποστερητικός, ή, όν (Α) αυτός που αποστερεί κάτι από κάποιον …   Dictionary of Greek

  • ἀποστερητικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστερητικόν — ἀποστερητικός of masc acc sg ἀποστερητικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστερητικήν — ἀποστερητικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστερητρίδα — ἀποστερητικός of fem acc sg ἀποστερητρίς for cheating fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»